- λαο-
- (AM λαο-)πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος, λαοσσόος). Μαρτυρείται, τέλος, περιορισμένος αριθμός σύνθ. τής αρχ. ελλ. με α' συνθετικό λεω-, που αποτελεί αττ. τ. τού λαο- (λεωλογῶ, λεωσφέτερος, λεωφόρος).Παραδείγματα συνθέτων με α' συνθετικό λαο-: λαογράφος, λαοκατάρατος, λαοκρατία, λαοπλάνοςαρχ.λαοβόρος, λαοβότειρα, λαοβότος, λαοδάμας, λαόδικος, λαοδογματικός, λαοηγησία, λαοκρίσιον, λαοκρίτης, λαομέδων, λαοπαθής, λαοπόρος, λαοπρεπής, λαοσεβής, λαοσσόος, λαοτέκτων, λαοτρόφος, λαοφθόρος, λαοφόνοςμσν.λαοπλανής, λαοσυναξίανεοελλ.λαοθάλασσα, λαοκρατισμός, λαοκρισία, λαομίσητος, λαοπλημμύρα, λαοπόθητος, λαοπρόβλητος, λαοκράτης, λαοσυνάκτης, λαοσωτήριος, λαοφιλής].
Dictionary of Greek. 2013.